Έχω μια παλιά λεκάνη. «Παλιά» λέγοντας, όχι καταστραμμένη, αλλά ημιξεθωρΓιαζμένη, επειδής την φυλάω ακάλυπτη στο μπαλκόνι κατά περιόδους. Τώρα την έχω μες στο σπίτι. Πλυμμένη και σένια. Tην χρησιμοποι-ώ μόνο για να βάζω τα ρούχα που βγάζω φρεσκοαυτωμένα από το πλυντήρι-ο. Δεν μιλάμε για τίποτα μπασκλασαρία λεκάνη. Πλαστική μεν, σικάτη δε. Έχω ξεχάσει τι μάρκα είναι. RubberFuckingMaid, or something. Γερό brand name, σαναλέμε. Πρασινωπή.Λίγα γδαρσιμάτακια, επίσης, παίζουν στην επιφάνεια της (παρακαλώ, να δΓιαβαστεί ε-πι-φά-νεια, όχι ε-πι-φά-νει-α), αλλά ντάξει, πταίζματα τώρα, τι ψάχνεις να βρεις;
Μια από αυτές τιζ μέρες (ή νύχτες, για να έχω περισσότερη ησυχία), θα την πάρω και, αφού την ξεπλένω με άφθονο καυτό νερό, θα την μετατρέψω σε δοχείο βλακείας. Τηζ βλακείαζ μου. Πρώτον, θα αδΓειάσω μέσα της Soflan υγρό απορρυπαντικό πλυντηρίου, με άρωμα βανίλια. Ένα λίτρο.Mετά, θα αδΓειάσω 250ml λάδι. Τι δΓιάολο, το ελαιόλαδο είναι πηγή ζωής. Σωστά; Σωστότατα.
Αχά! Πάμε να δημιουργήσουμε σαλάτα; Ή μήπως κάτι καταλαβαίνω λάθος; Και τι βάζουμε σε μια τέτΧοια σαλάτα; Ξίδι; Μπα, αυτό το σερβίρουνε σε όσους θυμώνουν. Και εγώ δεν βλέπω για πΧοιον λόγο πρέπει να χάσουμε την ψυχραιμία μας. Λεμόνι. Στύβω ένα ολόκληρο στον γυάλινο-ημιαντικέ στύφτη μου, κληρονομιά από τους παππούδεζ μου, και αδΓειάζω τον φρέσκο χυμό λεμονιού στη λεκάνη με το Soflan και το λιόλαδο.