Δεν ξέρω τι γίνεται στο σινεμά και τα μυθιστορήματα, αλλά στην πραγματικότητα όλοι οι χαρακτήρες αξίζει να σωθούν, εκτός από τους κομπάρσους. Αυτούς που δεν καταφέρνουν να πρωταγωνιστήσουν ούτε στην ίδια τους την καθημερινότητα. Στην ιστορία που ακολουθεί, οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικούς κομπάρσους δεν είναι διόλου συμπτωματική.
* Η ιστορία δημοσιεύεται αυτούσια και στο ιστολόγιο Introspection.1. Θύμα και θύτης Ντάλα μεσημέρι του Αυγούστου στη δημόσια παραλία Αλίμονου. Ένας μελαψός, μεγαλόσωμος, μάλλον νεαρός άντρας, κρατά σφιχτά ανάμεσα στα χέρια του τον λαιμό μιας ηλικιωμένης. Το σώμα της είναι δύσκολο να περιγραφεί διότι βρίσκεται σχεδόν ολόκληρο κάτω από το νερό, ελάχιστα μόλις μέτρα από την καυτή αμμουδιά. Πότε-πότε ανέρχεται στην επιφάνεια, παλεύει, σπαρταράει για λίγο, σείεται από την αγωνία και την ένταση. Μπροστά στη θέα του ο άντρας εντείνει το σφίξιμο των χεριών του, πιέζει κατευθείαν στην καρωτίδα και ταυτόχρονα βυθίζει το κεφάλι της ηλικιωμένης στο νερό. Το δικό του σώμα είναι σε όρθια στάση, με το νερό να φτάνει λίγο κάτω από τη μέση του. Για μια στιγμή μόνο, για ένα ή δύο δευτερόλεπτα, ο άντρας κοιτά προς την αμμουδιά. Σαν να περιμένει κάτι να του αποσπάσει την προσοχή. Μάταια όμως. Φέρνει ξανά το κεφάλι στην επιφάνεια. Μπορεί να διακρίνει κάθε λεπτομέρεια του προσώπου. Αυλάκια, ρυάκια και αποχρώσεις του δέρματος αποτυπώνονται στο μυαλό του με μοναδική ευκολία. Σφίγγει τα δόντια του. Σαν να ξεκίνησε να κυλά ένα δάκρυ. Μπα, όχι. Αυτός δεν κλαίει ποτέ του.
Μετά από λίγο, νιώθει το σώμα της γυναίκας να του γλιστρά μέσα από τα γόνατα. Κι όμως τα χέρια του δεν είχαν κουνηθεί ρούπι από τον λαιμό της. Ένας λαιμός εύπλαστος, σαν πάνινης κούκλας. Η δράση του παύει να προκαλεί αντίδραση. Μετακινεί τα χέρια του με δυσκολία από πάνω της, πράγμα που φαίνεται να του κάνει εντύπωση. Πέφτει στα γόνατα, στρέφεται ολόκληρος, βλέμμα και σώμα, προς την αμμουδιά και με απότομες κινήσεις σπρώχνει το νερό για να κινηθεί προς τα έξω. Σύντομα στέκεται στα πόδια του και διασχίζει ένα ανέλπιστο μονοπάτι ανάμεσα στους παρευρισκόμενους.
2. ΚομπαρσιλίκιαΣούλα και Μήτσος«Πήραμε και τον Τσίκο, πάμε για πρωτάθλημα φέτος», μονολόγησε ο Μήτσος και χτήπησε με το χέρι του το πρωτοσέλιδο του «Οπαδού». Δηλαδή δεν μονολόγησε ακριβώς, διότι μοιραζόταν την πετσέτα της παραλίας με τη Σούλα, τη μεγαλύτερη αδερφή του.
«Θα τα σκίσουμε τα χανούμια την Κυριακή. Τουλάχιστον τρία γκολάκια. Θα τους τη στήσουμε στον ηλεκτρικό. Ε ρε πετρίδι που έχουν να φάνε. Ε ρε κεφάλι που έχει ν’ ανοίξει».
«Άσε μας ρε Δημήτρη με τα αθλητικά σου. Υπάρχουν σοβαρότερα πράγματα στη ζωή από τα αυτοκίνητα και τις ομάδες».
«Τι σοβαρότερα δηλαδή; Να στέλνεις αιτήσεις συμμετοχής σε ριάλιτι, όπως έκανες τελευταία;», χασκογέλασε ο Μήτσος.
«Μαλακείες λες πάλι. Τα ριάλιτι έχουν αλλάξει καλέ μου. Είναι παρεξηγημένη έννοια, όπως είπε κι αυτός ο…ο… δημοσιογράφος μωρέ. Έχουν αλλάξει ναι. Έχουν μετατραπεί σε Ακαδημίες παραγωγής ταλέντων πάσης φύσεως».
«Εσύ Σουλίτσα το μόνο ταλέντο που έχεις είναι να τρως ένα ταψί μπακλαβά στην καθισιά. Σε ποιο ριάλιτι θα σε πάρουν;».
Η Σούλα δεν πρόλαβε να απαντήσει. Τα βλέμματα και των δυο τους, στράφηκαν προς θάλασσα, εκεί όπου κοιτούσε κι ο περισσότερος κόσμος.
Ευδοκία και Κωστής«Τι διαβάζεις Κωνσταντίνε;»
«Το τελευταίο του Μεγακλή Ωραιόπουλου»
«Αμάν βρε Κωστή. Ακόμα και στην παραλία θα μας κυνηγάει αυτός ο Ωραιόπουλος; Ένα σαββατοκύριακο ήρθαμε να ξεσκάσουμε κι εσύ πάλι φιλοσοφικά διαβάζεις. Άντε, παράτα το βιβλίο να πούμε καμιά κουβέντα»
«Όχι, Ευδοκία δεν έχεις δίκιο. Αξίζει να το διαβάσεις κι εσύ το βιβλίο. Ειδικά το κεφάλαιο περί ανθρωπίνων σχέσεων είναι το κάτι άλλο. Καλά τα λέει ο μπαγάσας».
«Ουφ! Σαν τι λέει δηλαδή;»
«Άκου αυτό:
Οι ανθρώπινες σχέσεις χρειάζονται σύσφιξη. Όπως ακριβώς η κοιλιά και τα στήθη μιας μικροαστής νοικοκυράς. Έχουμε γεμίσει από ινστιτούτα αδυνατίσματος. Για τις ανθρώπινες σχέσεις, αλήθεια, τι κάνουμε; Χα, χα καλό ε;»
Η Ευδοκία δεν πρόλαβε ν’ απαντήσει. Τον σκούντησε απότομα για να κοιτάξει το σκηνικό είκοσι μέτρα μπροστά τους.
Μάκης και Νικήτας«Ρε συ φίλε, δεν είμαι καλά τελευταία, κάτι μου φταίει»
«Τι ‘ναι ρε Μάκη, τι έχεις;»
«Ξέρω κι εγώ ρε Νικήτα. Ξυπνάω απ’ τα χαράματα, γυρνάω στο σπίτι πτώμα απ’ τη δουλειά και την πέφτω μπροστά στην τηλεόραση»
«Χαλάρωσε κι εσύ λίγο με τη δουλειά. Σκέψου θετικά. Εγώ έτσι κάνω»
«Σαν τι θετικό να σκεφτώ ρε Αποστόλη; Από τότε που χώρισα με τη Μάρθα όλα στραβά μου πάνε»
«Α, πες έτσι να καταλάβω. Δεν είναι η δουλειά, άλλα σου φταίνε. Μ’ εκείνη τη μικρή τις προάλλες, τίποτα;»
«Δε μου ‘κατσε ρε συ, όχι. Και πλήρωσα και 50 ευρώ τα ποτά. Μακάρι να ήταν τα γαμισιάτικα… Κι αυτή η παραλία όλο κωλόγερους μαζεύει»
«Να μην ξανάρθουμε ρε. Αύριο θα σε πάω στον Αστέρα, χαλάλι τα 25 ευρώ…Ρε συ κάτι γίνεται εκεί»
«Πού;»
Οι κομπάρσοι μιας ζωντανής ταινίας, μιας φέτας ζωής. Απλοί κομπάρσοι, όμως, γιατί οι πρωταγωνιστές ήταν άλλοι. Αυτός ο μαυριδερός αλλοδαπός, μάλλον Τούρκος – ή μήπως Κούρδος -, έπαιζε στον ρόλο του Κακού. Η ηλικιωμένη μαντάμ ήταν αναμφίβολα το αξιολύπητο θύμα. Πάλευε να σωθεί απ’ τα τεράστια χέρια του, που σε σχήμα καρυοθραύστη την είχαν αρπάξει απ’ το λαιμό και την βύθιζαν στο νερό. Κάτι, όμως, δεν ταίριαζε στο σενάριο. Κάτι δεν ήταν εντάξει. Η ώρα περνούσε. Μα πού βρισκόταν ο Καλός της ιστορίας; Α, ναι, μάλλον θα είναι απ’ αυτές που το θύμα πεθαίνει πρώτο. Ο κακός αλλοδαπός είχε παρατήσει το σώμα άψυχο πίσω του και τώρα προχωρούσε προς το μέρος τους. Κοίτα ρε συ πρόοδο ο κινηματογράφος. Εικονική πραγματικότητα, σου μιλάω. Τώρα περνούσε σχεδόν από δίπλα τους. Σχεδόν μπορούσαν να τον αγγίξουν. Αλλά δεν τόλμησαν. Ο πολύπλοκος μηχανισμός του ενστίκτου δεν τέθηκε ούτε αυτή τη φορά σε λειτουργία. «Πότε θα παίξουμε εμείς;», αναρωτήθηκαν μόνο. Αυτοί, οι κωμικοτραγικοί κομπάρσοι της καθημερινότητας.
3. Ο πρωταγωνιστής Ο Κασίμ είχε ξυπνήσει νωρίς εκείνο το πρωί του Σαββάτου. Ο πρωινός ήλιος που έμπαινε από το σπασμένο παράθυρο του υπογείου σε συνδυασμό με την υγρασία της ατμόσφαιρας, έκαναν τη διαμονή αφόρητη σ’ εκείνη την τρύπα. Άσε που έπρεπε να βγει να ψάξει και για δουλειά. Τα Μεγάλα Έργα είχαν τελειώσει. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και βρέθηκε στο ισόγειο. Να τη πάλι μπροστά του αυτή η γριά με τα μαύρα γυαλιά και το ψάθινο καπέλο. Στεκόταν μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας, από την έξω πλευρά, δίπλα σε μια άλλη γυναίκα, μάλλον φίλη της. Μόλις τον είδε τραβήχτηκε προς τα πίσω, σχεδόν έπεσε πάνω στην άλλη και ψέλλισε ίσα για ν ‘ ακουστεί «Ωχ, ο βρωμιάρης». Ο Κασίμ δε μιλούσε καλά ελληνικά αλλά τα καταλάβαινε όλα. Δεν έδειξε να τον ενοχλεί ο χαρακτηρισμός της γριάς και της έσκασε ένα χαμόγελο. Την φαντάστηκε να τον κοιτάζει σαστισμένα πίσω απ’ την πλάτη του.
Προχώρησε λίγα μέτρα μέχρι τη στάση του λεωφορείου. Απίστευτη κοσμοσυρροή και κομφούζιο. Μόλις ξεπρόβαλλε απ’ τη στροφή το βαρύ όχημα, βρέθηκαν κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο. Παραχώρησε ευγενικά τη θέση του σε αρκετό κόσμο μέχρι που βρέθηκε στο τέλος της ουράς, τελευταίος. Την ώρα που το πόδι του ετοιμαζόταν να πατήσει στο πρώτο σκαλί, ένιωσε τον αέρα της κινούμενης πόρτας στο πρόσωπο. Γι’ άλλη μια φορά έτρωγε πόρτα.
Αυτό το τελευταίο δεν μπορούσε να το συνηθίσει κι ας του σύμβαινε από τον καιρό που πρωτοπάτησε το πόδι του στη χώρα. Βυθίστηκε σε σκέψεις, σαν το καράβι που τους μετέφερε όταν μπάταρε δυο ναυτικά μίλια έξω απ’ τη Χίο. Η γυναίκα του πνίγηκε στη θαλασσοταραχή και από θαύμα γλίτωσε ο ίδιος. Τις πρώτες μέρες φιλοξενήθηκε σ’ ένα εγκαταλελειμμένο σχολείο της κοινότητας αλλά όταν έγινε καλά, τον τράβηξαν να δουλέψει για ψίχουλα στο τίναγμα της ελιάς. Δεν του παρείχαν όμως και στέγη, κανείς δεν τον έβαζε σπίτι του. Κοιμόταν σε καλυβάκια τσοπάνων στην ύπαιθρο. Όταν είδε κι απόειδε μπήκε σ’ ένα καράβι για την πρωτεύουσα.
Πρέπει να περπατούσε πάνω από δύο ώρες. Διψούσε αφόρητα, τα πόδια του πονούσαν φριχτά, ένιωθε τα ρούχα κολλημένα επάνω του. Το κεφάλι του ήταν βαρύ, βούϊζε από τις σκέψεις κι από τη ντάλα του μεσημεριού. Σχεδόν ζαλιζόταν. Ένα θαλασσινό αεράκι χάιδεψε ξαφνικά τα ρουθούνια του. Αποφάσισε να βουτήξει στην πιο κοντινή παραλία. Άρχισε να τρέχει ξαφνικά, χωρίς ξέρει το γιατί.
Το αμέσως επόμενο πράγμα που θυμάται είναι να περνά μέσα από ένα άμορφο πλήθος, μια ανθρώπινη μάζα που τον κοιτούσε με το στόμα ανοιχτό. Δεν μπορούσε να φανταστεί την αιτία.
4. Η ώρα των κομπάρσων Το βανάκι του M-Channel είχε μόλις παρκάρει στο τέλος του χωματόδρομου που έβγαζε στην παραλία. Ο Άρης και οι συνεργάτες του έβγαλαν βιαστικά απ’ το πίσω μέρος κάμερες, μικρόφωνα και άλλα σύνεργα. Ο τύπος στο τηλέφωνο, τους είχε μιλήσει για άγριο φονικό. Η στιγμιαία χαρά τους, όμως, δεν ήταν ανεξήγητη. Είχαν φτάσει πριν την αστυνομία.
«Έχουμε κοντά μας κάποιους απ’ τους αυτόπτες μάρτυρες, τους πρωταγωνιστές της φρικιαστικής αυτής τραγωδίας. Κυρία μου πείτε μας, που βρισκόσασταν την ώρα του αποτρόπαιου εγκλήματος, τι είδατε;»
«Λέγομαι Σούλα Μπάρδαση και είμαι αισθητικός. Καθόμουν ακριβώς μπροστά στους πρωταγωνιστές. Είδα αυτό το ανθρωπόμορφο κτήνος, αυτόν τον λεχρίτη, να μπήγει τα χέρια του στο λαιμό αυτής της ανυπεράσπιστης γριούλας. Τραγικό, πραγματικά τραγικό. Μου ‘ρχεται να βάλω τα κλάματα, συγνώμη…αχ…»
«Ευχαριστώ. Εσείς παιδιά, τι έγινε εδώ πέρα;»
«Κι εμείς εκεί μπροστά στη σκηνή καθόμασταν. Πάθαμε σοκ. Ο φίλος μου από δω, μάλιστα, αναρωτήθηκε τι σχέση μπορεί να είχε ο αλλοδαπός με την καημένη τη γριούλα»
«Γιατί δεν τρέξατε να τη βοηθήσετε;»
«Φοβηθήκαμε. Δεν ξέραμε τι μπορεί να έχει κρυμμένο στο παντελόνι του. Κανά μαχαίρι ίσως; Ποιός ξέρει. Μπορεί και όπλο»
«Εσείς κύριε, τι συνέβη, γνωρίζετε άλλες λεπτομέρειες, μπορείτε να περιγράψετε το δράστη;»
«Μην σπρώχνετε ρε παιδιά, κι εσείς λίγο πιο μακριά το μικρόφωνο. Ακούγομαι τώρα; Λέγομαι Κώστας Βασιλείου και είμαι καθηγητής σε γυμνάσιο. Οι σκηνές που αντίκρισα σήμερα είναι χαρακτηριστικές της αποδιοργάνωσης, της σήψης που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία σε όλα τα επίπεδα. Οι σχέσεις που συνάπτουμε με τους συνανθρώπους μας χρειάζονται σύσφιξη όπως…όπως…»
«Κωνσταντίνε…»
«Ακούσατε κυρίες και κύριοι τις σκηνές που διαδραματίστηκαν στην παραλία Αλίμονου μπροστά στα μάτια των έντρομων κολυμβητών. Η ελληνική αστυνομία έχει στήσει ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του δράστη αυτού του αποτρόπαιου και φρικιαστικού εγκλήματος. Ένα από τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι γιατί ο δράστης επέλεξε μια πολυσύχναστη τοποθεσία…»