ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ
(ποίημα-μετά-προλόγου)
Όπως έχω ξαναπεί μέσω της εκζομπής -και ζητώ συγγνώμη αν έχω ημιζαλίσει μερικούς μ’ αυτή τη χιστορία-, τον περαζμένο Μάρτη κέρδισα με το σπαθί (και το ξίφοζ) μου μγια θέση ανάμεσα στους εξήντα μαθητές Λυκείων της Δυτικής Θεσσαλονίκης για το πρόγραμμα Euroscola, που έχει ως σκοπό τη γνωριμία των νέων με το Ευρωκοινοβούλιο και τους ευρωπαϊκούς θεζμούς.
Τούτη τη φορά όμως δεν ήξεραν τι τους περίμενε... Εγώ και οι ημισυνάδελφοι συμμαθητές μου, Έλληνες και λοιποί Ευρωπαίοι, φανήκαμε ιδγιαιτέρως μαχητικοί, ασούμε, τόσο στον τομέα της κατάθεσης προτάσεων, ανάλογα με το θέμα της επιτροπής του ο καθένας, όσο και στην παρουσίασή τους στους γερομπαμπαλήδες που ήταν επιφορτιζμένοι με τη, ψυχοφθόρα για τους ίδγιους, μπίζνα να τις συγκεντρώσουν. Φαντάζομαι ότι πρέπει να καταναλώθηκαν πολλά κουτχιά υπογλώσσχια στο κτήργιο εκείνη τη μέρα...
Στην ομορφιά του Στρασβούργου δε θέλω ν’ αναφερθώ από τώρα, γιατί αδέρφχια μου είστε, δε θέλω να σας κάνω να ζηλέψετε. (Λέω «να κάνω» κι όχι «να πράξω», κύργιε Σημαντήρα, γιατί προφανώς η ζήλια συνκακαλέγεται στα καμώματα κι όχι στις πράξεις). Συστήνω πάντως ανεπιφύλ-αχ!-τα μγια επίσκεψη στην αλσατική πρωτεύουσα, αν βρεθείτε ποτέ προς Γαλλία μεργιά.
Το ποίημα που ακολουθεί, φιλοδοξεί να εκφράσει τα προσωπικά μου βιώματα από την όλη περιπέτχεια, αλλά κυρίως να υμνήσει τα έργα και τις ημέρεζ μας εκεί. Περιμένω εναγωνίως τα σχόλιά σας, δΓιαμαντάκια...
Υ.Γ.: Κακέ, τι απέγινε η Σλέιερ; Πείτε ό,τι θέλετε αλλά εμένα μου ημιέλειψε... Πάνω που την είχα συμπαθήσει, είχε προσαρμοστεί σχεδόν άψογα στην οικογέ-νια μας, ασούμε. Γιατί εσχιώπησε η άλλοτε λαλίστατη ημιαδερφή μας;
STRASBOURG, LIBERTE
«Παλιότερα θέλαμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο, τώρα το μόνο που θέλουμε είναι ν’ αλλάξουμε κόσμο.»
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΟΥΛΟΓΛΟΥ
Μην πας ποτέ μόνος στο Ταχυδρομείο
Στρασβούργο, μου ’παν για σένα ένα πρωί
την ώρα μιας ανούσιας συντακτικής ανάλυσης.
Έχεις ιδέα από αρχαία ελληνικά;
Στρασβούργο, τα λεφτά μου κείνη τη μέρα δεν έφταναν για πρωινό
-για τα δίδακτρα των παλιογαλλικών ας μη μιλήσω-
κι η ζωή μου έμοιαζε μουντζούρα από χαλασμένη πένα
πάνω σε πρώτης ποιότητας χαρτί
όμως από την πρώτη στιγμή το ’ξερα
πως ήτανε γραφτό ν’ ανταμωθούμε.
Στρασβούργο, στ’ ορκίζομαι
πως το πρωί που έφυγα, δεν είχαμε ρεύμα σπίτι
κι οι γονείς μου δυο μίζερες κηλίδες,
έτσι μου φάνηκαν, καθώς πετούσα από πάνω τους.
Βλέπεις λοιπόν;
Το πήρα επιτέλους απόφαση.
Κανένα δε θ’ αφήνω να μιαίνει τη ζωή μου πια.
Στρασβούργο, μην παραπονιέσαι,
τα πιο λαμπρά νεανικά μυαλά της πόλης μου
σου ήρθανε τούτο το Μάρτη.
Πόσο μας κάνει εξήντα παιδιά
επί δεκαεφτά χρόνια ο καθένας;
Μια χιλιετηρίδα δύναμης και σοφίας.
Το ‘Dust In The Wind’ ακούγαμε στο λεωφορείο
καθώς σου ερχόμασταν μέσω Στουτγκάρδης
όμως ο καθένας μας αισθανόταν
ένας μικρός τυφώνας από μόνος του...
Στρασβούργο, το είδες με τα μάτια σου,
τρεις ορόφους ξενοδοχείων γεμίσαμε με τα νιάτα μας.
Φοβήθηκα μην προκληθεί καμία έκρηξη από την τόση ενέργεια
-όχι τίποτε άλλο, μετά θα πλήρωναν οι κηδεμόνες μας
και οι συνοδοί καθηγητές θα έπρεπε να το ανακοινώσουν
στους λυκειάρχες μας
μα εμείς δεν τους θέλουμε άλλο πάνω απ’ τα κεφάλια μας,
ούτε τους μεν ούτε τους δε.
Στρασβούργο, μη με κουνάς από την Place Kleber σου
δε βλέπεις που μαζεύω αχόρταγα ήλιο;
Ήμουν καιρό κλειστή σε θερμοκήπιο
κι ολόγυρα ομίχλη, τι αδικία, μη με παρεξηγείς.
Στρασβούργο, η άνοιξή σου μ’ άνθισε κι εμένα
τόσο που ένας πλανόδιος ζωγράφος σου,
αστείο, μα με πέρασε για Ιταλίδα
και μου ’πε «Ciao bella»
εσύ και η Petite France σου φταίτε για το φιλί που του ’στειλα.
Στρασβούργο, πλάι στο ποτάμι σου περπάτησα
-όσο μπόρεσα, τα πόδια μου, βλέπεις, δεν καταδέχονταν τη γη-
ακούγοντας Μωρά Στη Φωτιά με νίκης χαμόγελο στα χείλη.
Στρασβούργο, τα ποταμόπλοιά σου δεν πλέουν σε νερό
μα σε όνειρα λιωμένα στης νιότης το καμίνι.
Έξοχο το Ευρωκοινοβούλιό σου, μας άφησε άφωνους,
υπήρξε όμως ένα πρόβλημα:
μας υποδέχτηκαν εκεί κάτι γκριζομάλληδες γραφειοκράτες.
Στρασβούργο, εμείς δε δίνουμε δεκάρα για τους γραβατωμένους.
Τα μυαλά μας τα σπείραμε με σπόρους διαλεχτούς
και τα ’χουμε αλύπητα οργώσει, δεν τα πουλάμε στον πρώτο τυχόντα.
Το ξέρω πως δεν τους άρεσαν οι φάτσες μας
ούτε τα ρούχα ή τα μαλλιά μας
-φαντάσου τι θα ’χανε να πουν για τις ιδέες μας!-
Με πόση ευχαρίστηση θ’ απαντούσαν στις ερωτήσεις μας
ή πώς θα χάρηκαν στην ψηφοφορία...
Πλάκα δεν είχε που τους πετάξαμε βροντερό το «όχι»
για Ευρωσύνταγμα κι Ευρωστρατό;
Στρασβούργο, τι ωραία που ξίνισαν τα μούτρα τους
όταν άκουσαν τις προτάσεις των επιτροπών μας...
Όλο ξένες, άγνωστες για κείνους λέξεις τους ξεφουρνίσαμε:
Ειρήνη, δωρεάν παιδεία, περιβάλλον καθαρό,
και κάτι ακόμη, γι’ «ανθρώπινα δικαιώματα»
και «ίσες ευκαιρίες» προσθέσαμε οι τολμηρότεροι.
Ακόμη γελώ χαιρέκακα
όταν θυμάμαι πώς τους στριμώξαμε.
Στο κάτω - κάτω ήμασταν τριακόσιοι
κι εκείνοι μόλις πέντ’ έξι,
Εμείς έχουμε τη Ζωή να βράζει μέσα μας
μα εκείνοι δε θυμούνται καν τι είναι.
Νομίζουν τάχα ότι κρατούν τον κόσμο στ’ ανάξια χέρια τους
ότι τον κουμαντάρουν και μάλιστα ότι το κάνουν και σωστά...
Όμως γελιούνται. Ο Κόσμος είναι δικός μας. Τελεία και παύλα.
Δεν έπρεπε κάποιος να τους βάλει στη θέση τους;
Στρασβούργο, σ’ άφησα αξημέρωτα
με κάτι στάχτες φτηνών τσιγάρων
που προσγειώνονταν στα πεζοδρόμιά σου
σα διάττοντες αστέρες.
Μπορεί τα μαλλιά μου πολύ να ’χουν μακρύνει
από τη μέρα που έφυγα,
όμως τώρα ξέρω ότι μπορώ
και πάντα θα παλεύω-
κι όχι για το Καλό,
αλλά μόνο για το Καλύτερο.
Δε φοβάμαι κανέναν.
Και τώρα πια, σα νιώσω ότι η θηλιά στο λαιμό
επικίνδυνα έχει αρχίσει να σφίγγει,
ένα πράγμα μόνο σκέφτομαι:
πως, ανεβασμένη στου Καθεδρικού σου την κορφή,
το χέρι έτσι απλά τεντώνω και, δες, τον ουρανό αγγίζω...
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΧΑΣΟΥ